Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

ΤΑ ΕΞΙ ΜΥΣΤΙΚΑ

της Ιωάννας Μάστορα

«Χτύπησα τόσες φορές την πόρτα και δεν μου άνοιξαν», σκέφτηκε ο νεαρός άνδρας κοιτώντας την κλειστή πόρτα του αρχοντικού σπιτιού. «Φόρεσα τα καλά μου, έφερα γλυκά και λουλούδια. Άλλαξα τόσα σακάκια και πουκάμισσα. Φόρεσα όλα τα είδη, όλα τα χρώματα για να της αρέσω. Έπαιξα χίλιους ρόλους». «Τι μου λείπει;» Φώναξε. «Τι άλλο να κάνω, τι πρέπει να φέρω; Η οικοδέποινα έχει πολύ σκληρή καρδιά». Απογοητευμένος πέταξε τα δώρα έξω από την πόρτα κι έφυγε. Από το παράθυρο τον κοίταξε θλιμμένα η οικοδέσποινα. Δεν έφερες «ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ», είπε.

Ο νέος άνδρας άκουσε μια γλυκειά μελωδία. Ένας τυφλός έπαιζε βιολί στον κήπο. Έδωσε ένα χρυσό κέρμα στον φτωχό τυφλό, πήρε το βιολί γεμάτος λαχτάρα στα χέρια του για να ξεχάσει τη θλίψη του. Με την μελωδία θα ξεχνούσε την κοπέλα που του πήρε τα μυαλά. Όμως, το βιολί έκανε  έναν αποκρουστικό θόρυβο, ξανά και ξανά. Κάτι σαν ήχο σκουριασμένου τενεκέ. «Μα τι κάνω λάθος;" σκέφτηκε ο άνδρας. "Τι παραπάνω έχει ο τυφλός ζητιάνος;» σκέφτηκε. «Τι μου λείπει;» Ο τυφλός παίρνοντας πάλι το βιολί στα χέρια του τον κοιταξε χωρίς να τον βλέπει και είπε; "Σου λείπει το «ΚΛΕΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΡΜΟΝΙΑ», αλλά ο άνδρας δεν τον άκουσε. Δεν θα δεχόταν ποτέ τη συμβουλή ενός ζητιάνου.

Αποκαρδιωμένος, σκέφτηκε πριν φύγει να κάνει μια σύντομη βόλτα στον κήπο με τις μηλιές για να ηρεμήσει. Μικρά παιδιά μάζευαν μήλα από τα κλαδιά. Με το που τον είδαν κρύφτηκαν. Πόσο λαχταρούσε τώρα να φάει ένα φρέσκο κατακόκκινο μήλο και να ξεχάσει τη σκληρόκαρδη αγαπημένη του. Άπλωσε το χέρι του να κόψει ένα μήλο, αλλά το δέντρο σήκωσε τα κλαδιά του τόσο ψηλά που δεν μπόρεσε να τα φτάσει. «Πως είναι δυνατόν;» σκέφτηκε. «Λίγο πριν τα μικρά παιδιά έκοβαν κι έτρωγαν τα μήλα». Δοκίμασε τώρα με μεγαλύτερο πείσμα. «Κάτσε παλιόδεντρο να κόψω ένα μήλο. Τι μου λείπει;» Αγανάκτισε. Το δέντρο απάντησε:
"Σου λείπει η ΥΠΟΜΟΝΗ, ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ και η ΑΓΑΠΗ" του είπε. 
Όμως ο νέος άνδρας ήταν τόσο πεισμωμένος που δεν το άκουσε. Άλλωστε, δεν θα άνοιγε πότέ κουβέντα με τα δέντρα.